ἀσφάραγος — 1 throat masc nom sg (epic) ἀσφάραγος 2 throat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… … Dictionary of Greek
ἀσπαράγοις — ἀσφάραγος 1 throat masc dat pl (epic) ἀσφάραγος 2 throat masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαράγου — ἀσφάραγος 1 throat masc gen sg (epic) ἀσφάραγος 2 throat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαράγους — ἀσφάραγος 1 throat masc acc pl (epic) ἀσφάραγος 2 throat masc acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαράγων — ἀσφάραγος 1 throat masc gen pl (epic) ἀσφάραγος 2 throat masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαράγῳ — ἀσφάραγος 1 throat masc dat sg (epic) ἀσφάραγος 2 throat masc dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπάραγοι — ἀσφάραγος 1 throat masc nom/voc pl (epic) ἀσφάραγος 2 throat masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπάραγον — ἀσφάραγος 1 throat masc acc sg (epic) ἀσφάραγος 2 throat masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπάραγος — ἀσφάραγος 1 throat masc nom sg (epic) ἀσφάραγος 2 throat masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαράγοιο — ἀσφάραγος 1 throat masc gen sg (epic) ἀσφάραγος 2 throat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)